- φιλοκερδία
- ἡ, Α(δ. γρφ. φ.) βλ. φιλοκέρδεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκέρδεια — η, ΝΑ, και δ. γρφ. φιλοκερδία Α [φιλοκερδής] υπερβολική αγάπη για το υλικό κέρδος, η με υπέρμετρο ζήλο επιδίωξη τού κέρδους νεοελλ. υπέρμετρη κερδοσκοπία, απληστία, πλεονεξία … Dictionary of Greek